Τους «αόρατους» άστεγους της Αθήνας δεν τους βλέπουμε. Ή μάλλον κάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε. Είναι οι σκιές που πιάνουμε με την άκρη του ματιού μας, ενώ διασχίζουμε βιαστικά την πόλη.
Ανθρωποι που έχουν στήσει τα «σπιτικά» τους έξω από εγκαταλελειμμένα κτίρια, σε απόσταση αναπνοής από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης γιατί εκεί κοιμούνται πιο «ήσυχοι», όπως λένε, παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο των αυτοκινήτων που διασχίζουν τις πολυσύχναστες λεωφόρους.
Η όψη τους είναι τρομακτική, το δέρμα τους σκούρο και τα χέρια τους τραχιά. Το βλέμμα τους άγριο, σαν θηρία έτοιμα να επιτεθούν. Πολλοί από αυτούς δεν φεύγουν ποτέ από το σημείο τους για να μην χάσουν τα υπάρχοντά τους. Λίγα βρώμικα σκεπάσματα, χαρτόνια και παλέτες δηλαδή.
Ομως, η όψη τους μαλακώνει στη στιγμή και το πρόσωπό τους γλυκαίνει με μια καλησπέρα, ένα πιάτο φαγητό, λίγο ψωμί και λίγο ζεστό τσάι. Είναι ελάχιστα όσα ζητούν από εμάς οι άνθρωποι που ζουν καθημερινά το δικό τους, το αληθινό «Survivor».
Μια διαφορετική βόλτα
Πριν από λίγες μέρες, έκανα μια διαφορετική βόλτα στην Αθήνα, ακολουθώντας μια ομάδα ανθρώπων που πριν από δύο χρόνια αποφάσισε να κάνει κάτι για τους άστεγους της πόλης.
Το ραντεβού μας δόθηκε μια Τρίτη βράδυ. Μετά από μια κουραστική μέρα με πολλές υποχρεώσεις, πρόσωπα χαμογελαστά άρχισαν να καταφθάνουν στο σημείο συνάντησης στο Θησείο, για να σερβίρουν ακόμα ένα «Δείπνο Αγάπης».
Μαζί τους είχαν 70 μερίδες φρεσκομαγειρεμένου φαγητού που κάθε εβδομάδα προσφέρει το εστιατόριο «Ψάριστον», ψωμί και σφολιατοειδή από φούρνους και από τον Βενέτη της πλατείας στο Μοναστηράκι, γλυκά που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τυροπιτάκια και ένα θερμός με ζεστό τσάι (το οποίο προς μεγάλη μου έκπληξη, έγινε ανάρπαστο).
Το «Δείπνο Αγάπης»
Το «Δείπνο Αγάπης» ήταν μια ιδέα της Μαριάννας, μετά από ένα περιστατικό που την σόκαρε. Είχε βγει για φαγητό με φίλους και επιστρέφοντας αποφάσισε να προσφέρει τα γλυκά που είχαν περισσέψει σε έναν άστεγο που βρέθηκε μπροστά της. Εκείνος την εξέπληξε όταν της είπε: «Εγώ έχω φάει, δώστε τα στον απέναντι». Η γενναιοδωρία του την συγκίνησε κάπως έτσι γεννήθηκε το «Δείπνο Αγάπης».
Οι ιστορίες των ανθρώπων που ζουν στον δρόμο
Ο Γιώργος δεν θυμίζει άστεγο. Θα μπορούσε να είναι ο γείτονάς σου. Το «σπίτι» του βρίσκεται κάπου στη Σταδίου. Πρώην οϋκάς που μάλωσε με τον αδελφό του και έφυγε από το σπίτι. Θέλει να βρει δουλειά, πηγαίνει σε συνεντεύξεις, του λένε ότι θα τον καλέσουν αλλά δεν τον φωνάζουν ποτέ. Ελπίζει, όμως, ότι κάτι θα αλλάξει στη ζωή του.
Ο κ. Γιάννης είναι ένας άνδρας 70 ετών με καταγωγή από τη Λήμνο, ο οποίος είναι απόλυτα συμβιβασμένος με τη ζωή του και το γεγονός ότι θα ζει στον δρόμο μέχρι να πεθάνει. «Έκανα πολλές δουλειές αλλά καμία δεν μου άρεσε» λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
«Κάποτε έγινα χρυσοχόος αλλά σταμάτησα στην καδένα. Πήγαινα στις δουλειές και έφευγα, δεν στέριωνα πουθενά» προσθέτει περιγράφοντας το ανήσυχο και to άστατο του χαρακτήρα του, που τον οδήγησε εδώ.
«Φοβάστε;» τον ρώτησα. «Οχι», μου απάντησε, «τι να φοβηθώ;».
«Θέλετε να βρείτε σπίτι, να αλλάξετε ζωή;».
«Τι να το κάνω το σπίτι», απαντάει. «Εδώ έχω όλα όσα χρειάζομαι».
Ηταν πολλοί οι άστεγοι που συναντήσαμε σε αυτή τη βόλτα. Κάποιοι αρνήθηκαν να μιλήσουν γιατί φοβούνταν, άλλοι δεν θέλησαν να πάρουν φαγητό. Οι περισσότεροι, ωστόσο, ήταν ευγενικοί και δεκτικοί.
Αυτό. όμως, που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η αντίδραση ενός άστεγου που ζει στην Κλαυθμώνος όταν η κ. Ιωσηφίνα, η... μαμά της παρέας, του έδωσε το μπουφάν που του είχε υποσχεθεί. Της φιλούσε τα χέρια από ευγνωμοσύνη. Αμέτρητα τα ευχαριστώ του.
Οπως, κολλημένη στο μυαλό παραμένει η εικόνα του κ. Γιάννη όταν φόρεσε τα καινούργια (παλιά) παπούτσια που του δώσαμε. Τα δοκίμασε και άρχισε να περπατά στη Σταδίου για δει αν του έκαναν, σαν το βαφτιστήρι που μόλις παρέλαβε τα πασχαλιάτικα δώρα από τη νονά του.
Blogger Comment
Facebook Comment